- στυλίτες
- Ασκητές και μοναχοί του χριστιανισμού, που μόναζαν πάνω σε στύλους και κολόνες, που τις κατασκεύαζαν ειδικά για τον σκοπό αυτό, θέλοντας να εκφράσουν τον απόλυτο χωρισμό τους από τα γήινα και την ηθική τους ανύψωψη προς την, όσο το δυνατό, υψηλότερη τελειότητα. Εισηγητής του είδους αυτού του μοναχικού βίου φαίνεται να ήταν ο Συμεών, που έζησε από το 423 ως το 459 στην κορυφή ενός στύλου, όπου και πέθανε. Σ. ήταν και ο Δανιήλ, που έζησε σε στύλο, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, επί 30 χρόνια και πέθανε το 493. Άλλοι σ. ήταν ο Συμεών ο νεότερος, που πέθανε το 596, ο αρχιεπίσκοπος της Αδριανούπολης Αλύπιος, που έζησε στα χρόνια του Ηράκλειου, και ο Λουκάς, που έζησε το 10o αι. Στη Δυτ. Ευρώπη, εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών, οι σ. ήταν ελάχιστοι.
Dictionary of Greek. 2013.